Έθιμα
ΗΧΗΤΙΚΟ – Αποκριά στο Ασβεστοχώρι
ΑΚΟΥΣΤΕ πώς γιόρταζαν στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης την Αποκριά μέχρι τη δεκαετία του ’80;
Πώς γλεντούσαν με τα παραδοσιακά τους όργανα, τους ζουρνάδες;
Ποια ήταν τα αγαπημένα τους αποκριάτικα εδέσματα;
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΝΊΚΟΣ ΓΙΏΤΗΣ
Αναβιώνει στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης το μοναδικό στην Ελλάδα έθιμο των Θεοφανείων με τα πορτοκάλια
ΒΙΝΤΕΟ – Το “Χιόνια στο Καμπαναριό” θα ακουστεί πάλι απόψε στις γειτονιές του Ασβεστοχωρίου
Γράφει ο Νίκος Γιώτης
Έχουν περάσει 74 χρόνια από την παραμονή Χριστουγέννων κατά την οποία μια ομάδα νεαρών, που συνήθιζε να κάνει καντάδες έξω από τα σπίτια νεανίδων, αποφάσισαν παρά το δριμύ ψύχος που επικρατούσε να βγουν λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις γειτονιές του Ασβεστοχωρίου και να τραγουδήσουν το “Χιόνια στο καμπαναριό”. Πού να φαντάζονταν πως εκείνη η βραδιά ήταν η αρχή μιας… παράδοσης, που διατηρείται ακόμη, στο Ασβεστοχώρι. Την ομάδα εκείνη αποτελούσαν οι νεαροί τότε, Γιώργος Ριτζούλης, Γιώργος Πιτκάρης, Απόστολος Σπάνδος, Δημήτρης Χορτατσιάνης, Νάκης Γηρούκας, Κώστας Σαμαλής, Παναγιώτης Πελτέκης, Γιώργος Μπουμπούσης και Νίκος Κουρκουρίκας.H ανταπόκριση του κόσμου εκείνο το βράδυ ήταν μεγάλη και οι νεαροί έκαναν κάτι ανάλογο και τις επόμενες χρονιές, οπότε έλαβε η όμορφη αυτή ενέργεια μια πιο οργανωμένη μορφή, με τη δημιουργία μιας μικρής χορωδίας που πραγματοποιούσε και ορισμένες πρόβες πριν από τη συγκεκριμένη βραδιά, ώστε να υπάρχει καλύτερος συγχρονισμός.
Το 1956 δηλαδή πριν συμπληρωθεί δεκαετία από την πρώτη εκείνη βραδιά -της παραμονής των Χριστουγέννων του ’48- η χορωδία πλαισιώθηκε και από γυναίκες (Φίτσα Ριτζούλη, Ελένη Μπούγκαρη, Αυγερινή Λεμοντζή, Σταυρούλα Δ. Δούδη) και απέκτησε πιο όμορφο “ηχητικό χρώμα”. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς ορισμένων το εγχείρημα στέφθηκε από επιτυχία και συνεχίζεται έτσι μέχρι σήμερα, πιο οργανωμένα και με τις γυναίκες να υπερτερούν πλέον αριθμητικά των ανδρών.
Με όσο αντίξοες καιρικές συνθήκες κι αν επικρατούν. Το έθιμο είναι έθιμο και πρέπει να τηρηθεί. Και τηρείται κάθε χρόνο ανελλιπώς είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε η θερμοκρασία πέφτει αρκετά κάτω του μηδενός.
Άλλωστε πάρα πολλοί Ασβεστοχωρίτες, ντόπιοι και νέοι κάτοικοι περιμένουν ξαγρυπνώντας κι αυτοί μαζί με τους χορωδούς να ακούσουν το εορταστικό αυτό τραγούδι στη γειτονιά τους κι εκείνοι προκειμένου να τους ευχαριστήσουν και να τους ζεστάνουν λίγο, τους υποδέχονται έξω από τα σπίτια τους με ποτά ή γλυκίσματα ή αφεψήματα ή ζεστές κομπόστες.
Η ατμόσφαιρα “ζεσταίνεται” παρά το έντονο κρύο που συνήθως υπάρχει και οι ευχές παίρνουν και δίνουν….
-
- Μία πρόβα στο ΚΑΠΗ προκειμένου να συντονιστούν οι χορωδοί και η ολονύκτια… βόλτα τους στις γειτονιές του Ασβεστοχωρίου αρχίζει
Γι αυτό απόψε αν ακούσετε (μετά από δύο χρόνια απραξίας εξαιτίας της πανδημίας) στη γειτονιά σας τη χορωδία να τραγουδάει το “Χιόνια στο Καμπαναριό” μην αρκεστείτε μόνο να απολαύσετε την υπέροχη εκτέλεσή της, αλλά βγείτε έξω να προσφέρετε κάτι από τα παραπάνω στους χορωδούς ή έστω ανοίξτε το παράθυρό σας και να ανταλλάξτε ευχές μαζί τους.
Και για όσους θέλουν να ζήσουν από κοντά την εμπειρία της συμμετοχής στη χορωδία αυτή (καλλίφωνοι και μη), μπορούν να την ακολουθήσουν σε ολόκληρη ή μέρος της διαδρομής της (ο τόπος συνάντησης είναι στη 1 τα ξημερώματα στο ΚΑΠΗ Ασβεστοχωρίου). Είναι σίγουρο ότι θα ενθουσιαστούν από την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία…
Ακολουθεί ΒΙΝΤΕΟ από την χορωδία που τραγούδησε το “Χιόνια στο καμπαναριό” τα Χριστούγεννα του 2018.
Νίκος Γιώτης
Χριστουγεννιάτικα έθιμα του Ασβεστοχωρίου
Τα εορταστικά δρώμενα των Χριστουγέννων στο Ασβεστοχώρι άρχιζαν ουσιαστικά από τις 22 Δεκεμβρίου γιορτή της Αγίας Αναστασίας, οπότε οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια και γι αυτό τη μέρα εκείνη την αποκαλούσαν “ξεσκονίστρα”.
Την παραμονή πολλοί Ασβεστοχωρίτες πήγαιναν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας Βασιλικών να προσκυνήσουν τη χάρη της. Μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου πήγαιναν με τα υποζύγιά τους (άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια) ή ακόμη και με τα πόδια. Όπως έλεγαν παλιοί Ασβεστοχωρίτες, ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, ώστε να φτάσουν αργά το μεσημέρι και αφού ξεκουράζονταν παρακολουθούσαν τον εσπερινό και κοιμόντουσαν στη μονή.
Ανήμερα της γιορτής αφού παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία, επέστρεφαν στο Ασβεστοχώρι. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνεχίζουν να πηγαίνουν στη μονή αλλά με τουριστικά λεωφορεία ή ΙΧ αυτοκίνητα.
Κατά την ημέρα εκείνη οι άντρες έσφαζαν το γουρούνι που αγόραζαν μικρό (περίπου 15 – 20 κιλά) το καλοκαίρι και το εξέτρεφαν αυτούς τους μήνες με αποφάγια, βελανίδια και πασπάλι, με αποτέλεσμα να φτάνει την περίοδο των Χριστουγέννων περίπου τα 120 – 150 κιλά.
Tον τελευταίο μήνα το τάιζαν συνήθως με καλαμποκάλευρο, προκειμένου να κάνει περισσότερο λίπος που το αξιοποιούσαν, μετά το σφάξιμο, δεόντως. Στο σφάξιμο βοηθούσαν συνήθως κι άλλοι άνδρες, συγγενείς, φίλοι ή γείτονες επειδή ήταν δύσκολη… δουλειά και χρειαζόταν δύναμη για την ακινητοποίηση του ζώου αλλά και… χέρια στη συνέχεια για το καθάρισμά του. Παλιότερα κυκλοφορούσε σαν “ανέκδοτο” η περίπτωση ενός γουρουνιού που δεν κατάφερε ο ιδιοκτήτης του να το ακινητοποιήσει πλήρως την ώρα που προσπάθησε να το σφάξει, του ξέφυγε και έτρεχε μουγκρίζοντας να σωθεί στα στενά του χωριού, με το μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό του… Γιαυτό χρειάζονταν κυρίως πολλά χέρια.
Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν σαν μια γιορτή για όσους συμμετείχαν σ” αυτό, αφού πλαισιώνονταν από οινοποσία, ενώ οι νοικοκυρές κερνούσαν ό,τι φαγώσιμο συνοδευτικό μεζέ διέθεταν, όπως τουρσί, ελιές και τυρί αν υπήρχε. Οι πιο καλοί όμως μεζέδες προέρχονταν από το σφαγμένο ζώο, από το οποίο έκαναν τηγανιές. Πιο νόστιμα από οτιδήποτε άλλο όμως, ήταν τα «τσιγαρίδια». Επρόκειτο για κομματάκια ψαχνού κρέατος, που βρίσκονταν μέσα στο λίπος του γουρουνιού, το οποίο αφού έλιωναν ζεσταίνοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, το στράγγιζαν και έμεναν τα «τσιγαρίδια» τα οποία τηγάνιζαν. Στη συνέχεια το λίπος το άφηναν να ξαναπαγώσει και το διατηρούσν σε τενεκέδες ή κιούπια και το χρησιμοποιούσαν σαν βούτυρο στη μαγειρική, για πίτες ή για την παρασκευή γλυκισμάτων τα οποία μοσχοβολούσαν.
Έθιμα της παραμονής
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, σε όλα τα σπίτια έτρωγαν νηστήσιμα με κυρίως πιάτο τη φασολάδα και ο γηραιότερος άνδρας της οικογένειας πριν από το φαγητό θύμιαζε το τραπέζι και όλο το σπίτι. Το έθιμο αυτό τηρείται ακόμη στο Ασβεστοχώρι.
Αφού έτρωγαν, ένας από τους γονείς ή τις γιαγιάδες ή παππούδες αποσπούσε για λίγο την προσοχή των παιδιών και κάποιος άλλος έριχνε λίγο νερό στο τζάκι και στη συνέχεια έλεγε πως «κατούρησε ο καλλικάντζαρος», εξάπτοντας τη φαντασία των παιδιών και δίνοντας την ευκαιρία στους πιο ηλικιωμένους να πούνε κάποια σχετικά παραμύθια…
Από τη δεκαετία του ’50, στη 1 περίπου τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, άνδρες και γυναίκες της χορωδίας του χωριού συγκεντρώνονται και “περιφέρονται” στους δρόμους του χωριού και ψάλλουν στις γειτονιές το “Χιόνια στο Καμπαναριό”. Η χορωδία αφού γυρίσει όλες τις γειτονιές καταλήγει στις 5 το πρωί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου αφού το ψάλλει για τελευταία φορά τα μέλη της πάνε και προσκυνούν τη “Γέννηση του Χριστού”. Την ώρα εκείνη αρχίζει και η θεία λειτουργία των Χριστουγέννων.
Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί κάτοικοι παρά την προχωρημένη ώρα ξαγρυπνούν και κερνούν στα μέλη της χορωδίας, διάφορα οινοπνευματώδη ή ζεστά ροφήματα για να ζεσταθούν, μιας και η θερμοκρασία συνήθως είναι κοντά ή κάτω από το “μηδέν” και διάφορα εδέσματα.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Το χοιρινό με πρασοσέλινο ήταν το κυρίως φαγητό των Χριστουγέννων στα περισσότερα σπίτια. Σε άλλα, των οποίων οι νοικοκύρηδες εξέτρεφαν κότες και γι αυτούς ίσως το χοιρινό ήταν «πολυτέλεια» έκαναν κοτόσουπα και κοτόπουλο ψητό. Κοτόσουπα μαγείρευαν και έτρωγαν συνήθως μετά τη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων και όσοι νήστευαν, ώστε να μην τους πέσει το κυρίως φαγητό “βαρύ” μετά από τόσες μέρες νηστείας, όπως έλεγαν.
Απαραίτητοι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν και οι λαχανοσαρμάδες που συμβόλιζαν το “σπαργάνωμα” του Χριστού από την Παναγία.
Νίκος Γιώτης
Αποκριά στο Ασβεστοχώρι
Η Κυριακή της Τυρινής, δηλαδή η τελευταία Κυριακή της αποκριάς, ήταν για τους Ασβεστοχωρίτες μέρα γλεντιού, ξεφαντώματος, αλλά και συγχώρεσης. Ήταν το αποκορύφωμα του κεφιού και της διασκέδασης που διαρκούσε ολόκληρη την περίοδο της αποκριάς κατά την οποία κυρίως οι νέες και οι νέοι, ντύνονταν καρναβάλια και χόρευαν σε καφενεία ή σε σπίτια, ενώ φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές του χωριού χόρευαν στην πλατεία «Μπαχτσέ» (εκεί όπου βρίσκονται από τη δεκαετία του ’70 οι πολυκατοικίες του χωριού).
Αποκριάτικο γλέντι στο ΚΑΠΗ το 1989
Κατά την τελευταία εβδομάδα της αποκριάς, μόλις σουρούπωνε, ντύνονταν καρναβάλια «κρυφά», όπως τα χαρακτήριζαν, δηλαδή κρύβοντας τα πρόσωπά τους με πανιά ή οτιδήποτε άλλο, αφού οι μάσκες ήταν δυσεύρετες τότε, και πήγαιναν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια. Εκεί έλεγαν αστεία και χωρατά, και οι οικοδεσπότες, τους κερνούσαν χαλβά αποκριάτικο (παστάκι) ή γλυκό του κουταλιού και ποτό και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιοι ήταν. Όταν καταλάβαιναν κάποιον έπρεπε να φανερωθεί και κάνοντας στη συνέχεια διάφορους συνειρμούς, σχετικά με την παρέα του και βλέποντας το σωματότυπο των άλλων, συχνά έβρισκαν και τους υπόλοιπους και έφευγαν για να πάνε σε άλλα σπίτια. Κάθε βράδυ οι δρόμοι γέμιζαν από δεκάδες και τα Σαββατοκύριακα εκατοντάδες μασκαράδες που όταν συναντιόντουσαν με άλλους χαιρετιόντουσαν εγκάρδια και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιοι είναι και συνέχιζαν για τους προορισμούς τους.
Οι περισσότεροι πάντως περνούσαν και από κάποιες ταβέρνες, όπου χόρευαν για λίγο και αφού τους κερνούσαν οι ταβερνιάρηδες ή κάποιοι πελάτες, αποχωρούσαν.
Κατά την προτελευταία εβδομάδα της αποκριάς, ντύνονταν «κρυφά» καρναβάλια τα παιδιά τα οποία μπορεί να μην πήγαιναν σε καφενεία αλλά έκαναν περισσότερη «φασαρία» στους δρόμους αλλά και στα σπίτια που επισκέπτονταν.
Όλα αυτά κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία παρότι είναι της Τυρινής, και δεν έπρεπε να τρώνε κρέας, περιέργως οι Ασβεστοχωρίτες το μεσημέρι έτρωγαν κατσικάκι. Οι φούρνοι γέμιζαν από ταψιά με κατσικάκι, γιατί τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες με φούρνους ώστε να ψήνουν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους και το «έργο» αυτό το αναλάμβαναν οι φουρνάρηδες.
Το απόγευμα, οι νεώτεροι/ες πήγαιναν σε μεγαλύτερους, παππούδες, γιαγιάδες, θείους ή θείες τους φιλούσαν το χέρι και ζητούσαν συγχώρεση.
Οι γιαγιάδες ή οι θείες ετοίμαζαν από το πρωί και τους πρόσφεραν τυρόπιτα. Το βράδυ γλεντούσαν σε ταβέρνες του χωριού και το γλέντι αυτό διαρκούσε, συνήθως, ως το πρωί.
Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα εντυπωσιακότερα γλέντια γίνονταν στο καφενείο – ταβέρνα του Θόδωρου Αδαμάκου, που βρισκόταν κάτω από το κοινοτικό χάνι, στην κεντρική πλατεία του χωριού (απέναντι από το ΚΑΠΗ), επειδή κάθε χρόνο τη μέρα εκείνη ναύλωνε μουσικούς με ζουρνάδες. Ήταν τα όργανα που εξέφραζαν τους Ασβεστοχωρίτες και τα θεωρούσαν και ήταν άλλωστε τα παραδοσιακά τους, με τα οποία χόρευαν σε γλέντια και πανηγύρια τους. Είναι χαρακτηριστικό πως για τη συγκεκριμένη βραδιά πολλοί έκλειναν τραπέζι εβδομάδες ή και μήνες νωρίτερα.
Άλλοι γλεντούσαν σε σπίτια με συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι σε όποιο σπίτι κι αν πήγαιναν έπαιρναν και δικά τους εδέσματα, ώστε να μην επιβαρυνθούν ιδιαίτερα οι οικοδεσπότες…
Όπου και αν διασκέδαζαν πάντως, έκαναν και το έθιμο της «χάσκας». Δηλαδή, έδεναν, αν βρίσκονταν στο σπίτι στην άκρη της βέργας με την οποία άνοιγαν οι νοικοκυρές φύλλα για πίτες, ενώ αν ήταν σε ταβέρνα ένα ξύλο που έφερνε η παρέα για το σκοπό αυτό, ένα σχοινί και στην άκρη του ένα παστάκι αποκριάτικου χαλβά. Ο μεγαλύτερος της παρέας ή της οικογένειας το κουνούσε μπροστά στα στόματα όλων που κάθονταν στο τραπέζι κυκλικά οι οποίοι προσπαθούσαν να το πιάσουν. Δηλαδή έχασκαν και γι αυτό ονομάστηκε «χάσκα».
Αναβίωση του εθίμου της “χάσκας” (1988) στο ΚΑΠΗ Ασβεστοχωρίου από τον Γιώργο Γανουτάρη
Όποιος το έπιανε αναλάμβανε εκείνος να κουνάει το ξύλο με το κομμάτι του χαλβά. Παλιότερα το έθιμο αυτό γίνονταν με αυγό, που μάλλον συμβόλιζε πως με το αυγό άρχιζε η νηστεία της σαρακοστής και με αυγό, το πασχαλινό, τελείωνε.
Την Καθαρή Δευτέρα οι νοικοκυρές καθάριζαν το σπίτι, έπλεναν τις κατσαρόλες για να μην έχουν λίπη, μαγείρευαν φασολάδα νηστήσιμη (χωρίς λάδι) και οι οικογένειες ξεκινούσαν τη νηστεία.
Νίκος Γιώτης
Αναζήτηση
Αρχείο
- Δεκέμβριος 2024
- Ιανουάριος 2024
- Σεπτέμβριος 2023
- Μάρτιος 2023
- Φεβρουάριος 2023
- Ιανουάριος 2023
- Δεκέμβριος 2022
- Ιούλιος 2022
- Μάιος 2022
- Μάρτιος 2022
- Δεκέμβριος 2021
- Ιούλιος 2021
- Μάιος 2021
- Δεκέμβριος 2020
- Σεπτέμβριος 2020
- Ιούλιος 2020
- Απρίλιος 2020
- Φεβρουάριος 2020
- Ιανουάριος 2020
- Δεκέμβριος 2019
- Νοέμβριος 2019
- Οκτώβριος 2019
- Σεπτέμβριος 2019
- Ιούλιος 2019
- Ιούνιος 2019
- Μάιος 2019
- Απρίλιος 2019
- Μάρτιος 2019
- Φεβρουάριος 2019
- Ιανουάριος 2019
- Δεκέμβριος 2018
- Νοέμβριος 2018
- Οκτώβριος 2018
- Αύγουστος 2018
- Ιούλιος 2018
- Ιούνιος 2018
- Μάιος 2018
- Απρίλιος 2018
- Μάρτιος 2018
- Φεβρουάριος 2018
- Ιανουάριος 2018
- Δεκέμβριος 2017
- Νοέμβριος 2017
- Οκτώβριος 2017
- Σεπτέμβριος 2017
- Αύγουστος 2017
- Ιούλιος 2017
- Ιούνιος 2017
- Μάιος 2017
- Απρίλιος 2017
- Μάρτιος 2017
- Φεβρουάριος 2017
- Ιανουάριος 2017
- Δεκέμβριος 2016
- Νοέμβριος 2016
- Οκτώβριος 2016
- Σεπτέμβριος 2016
- Αύγουστος 2016
- Ιούλιος 2016
- Ιούνιος 2016
- Μάιος 2016
- Απρίλιος 2016
- Μάρτιος 2016
- Φεβρουάριος 2016
- Ιανουάριος 2016
- Δεκέμβριος 2015
- Νοέμβριος 2015
- Οκτώβριος 2015
- Σεπτέμβριος 2015
- Αύγουστος 2015
- Ιούλιος 2015
- Ιούνιος 2015
- Μάιος 2015
- Απρίλιος 2015
- Μάρτιος 2015
- Φεβρουάριος 2015
- Ιανουάριος 2015
- Δεκέμβριος 2014
- Νοέμβριος 2014
- Οκτώβριος 2014
- Σεπτέμβριος 2014
- Αύγουστος 2014
- Ιούλιος 2014
- Ιούνιος 2014
- Μάιος 2014
- Απρίλιος 2014
- Μάρτιος 2014
- Φεβρουάριος 2014
- Ιανουάριος 2014
- Δεκέμβριος 2013
- Νοέμβριος 2013
- Οκτώβριος 2013
- Σεπτέμβριος 2013
- Αύγουστος 2013
- Ιούλιος 2013
- Ιούνιος 2013
- Μάιος 2013
- Απρίλιος 2013
- Μάρτιος 2013
- Φεβρουάριος 2013
- Ιανουάριος 2013
- Δεκέμβριος 2012
- Νοέμβριος 2012
- Οκτώβριος 2012
- Σεπτέμβριος 2012
- Αύγουστος 2012
- Ιούλιος 2012
- Ιούνιος 2012
- Μάιος 2012
- Απρίλιος 2012
- Μάρτιος 2012
- Φεβρουάριος 2012
- Ιανουάριος 2012
- Αύγουστος 2011
- Ιούλιος 2011
- Ιανουάριος 2011