
Το Ασβεστοχώρι της δεκαετίας του ’60, όπως το γνώρισε ο Freddie Andrews
Πολλά έχουν γραφεί για το Ασβεστοχώρι. Για το κλίμα του, την τοποθεσία που βρίσκεται, για τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων του, για τα ήθη και τα έθιμά του, για τις ομορφιές του. Αρκετά από αυτά θα αναρτήσουμε στο μέλλον στην ιστοσελίδα αυτή, ώστε να βοηθήσουμε τους αναγνώστες της, είτε είναι νέοι κάτοικοί του, είτε ζουν σε άλλες περιοχές να γνωρίσουν καλύτερα αυτόν τον τόπο.
Θεωρήσαμε καλό να ξεκινήσουμε με τις απόψεις ενός Άγγλου, του Freddie Andrews, ο οποίος με επιστολή του στην εφημερίδα «Ασβεστοχώρι» (που εξέδιδε ο δημιουργός και υπεύθυνος αυτής της ιστοσελίδας, δημοσιογράφος, Νίκος Γιώτης), και δημοσιεύθηκε το Φεβρουάριο του 1989, περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο, τους λόγους για τους οποίους αγάπησε τόσο το χωριό αυτό, και τον ώθησαν αργότερα, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, με την καταγόμενη από το Ασβεστοχώρι σύζυγό του, να εγκατασταθεί μόνιμα σ’ αυτό. Όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα του κ. Andrews, αρκετά έχουν αλλάξει στο Ασβεστοχώρι στα 22 αυτά χρόνια που πέρασαν. Τα περισσότερα όμως υφίστανται ακόμη και σήμερα και ίσως ορισμένα από αυτά να συνετέλεσαν ώστε κάποιοι κάτοικοι άλλων περιοχών να επιλέξουν κι εκείνοι το Ασβεστοχώρι ως μόνιμη κατοικία τους.
Η επιστολή του κ. Andrews έχει ως εξής:
«Για πρώτη μου φορά επισκέφθηκα την Ελλάδα πριν από 26 χρόνια. Οδήγησα από την Αγγλία συνοδευόμενος από τη σύζυγό μου, η οποία κατάγεται από μια οικογένεια του χωριού, και τη μικρή μας κόρη.
Όταν φτάσαμε στα σύνορα του Γευγελή ο ήλιος έδυε, οπότε η πρώτη μου γνωριμία με το Ασβεστοχώρι ήταν το επόμενο πρωινό που αντίκρισα μια υπέροχη θέα από το παράθυρο ενός δωματίου στο πρώτο πάτωμα του σπιτιού μας, το οποίο βρίσκεται προς το μικρό δρόμο που οδηγεί προς το Κουρί.
Όπως άνοιξα τα ξύλινα παντζούρια και αντίκρισα απέναντι την πλαγιά του βουνού, η πρώτη μου εντύπωση ήταν η έντονη λάμψη της ημέρας και η φρεσκάδα της ατμόσφαιρας. Ακόμη και σήμερα υπάρχει η ίδια φρεσκάδα κάθε πρωί με οποιονδήποτε καιρό. Ο αέρας του Ασβεστοχωρίου έχει μια μοναδική γεύση σαμπάνιας.
Για τον επισκέπτη που έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το χωριό έχει γοητεία και κάτι καινούριο. Την αξέχαστη γεύση του φρέσκου ψωμιού που κάθε πρωί παίρναμε από το φούρνο, κάτι που στην πατρίδα μου έβρισκες μόνο σε πακέτα. Τη μουσική από τους τοπικούς ήχους, τα κουδούνια από τα πρόβατα και τις κατσίκες, καθώς και τη φλογέρα του τσοπάνου το βραδάκι και πρωί-πρωί το κελάηδισμα των χελιδονιών, το γουργούρισμα των περιστεριών και αντίλαλους ανθρώπων που προσπαθούν να συνεννοηθούν με κάποιον στην απέναντι πλευρά του χωριού. Όλα αυτά, απέναντι στο θόρυβο που δημιουργούν τα φορτηγά από τα λατομεία, που δυστυχώς είναι στοιχείο της οικονομικής ζωής του χωριού.
Τότε δε μιλούσα καθόλου Ελληνικά αλλά η φιλική αντιμετώπιση και η φιλοξενία της καινούριας μου οικογένειας και των συγχωριανών βοήθησε στην κατανόηση της γλώσσας.
Όπως όλα τα ελληνικά χωριά, το Ασβεστοχώρι δεν είναι στερεότυπο. Έχει το δικό του χαρακτήρα και τη δική του ατμόσφαιρα. Την παράδοσή του και τους στενούς δεσμούς της οικογένειας. Αυτό το βρίσκω πολύ εντυπωσιακό διότι τα περισσότερα χωριά στην Αγγλία έχουνε χάσει τον αγροτικό φιλικό χαρακτήρα που ισοπεδώθηκε με τα μηχανήματα και με νέους τρόπους ζωής.
Αισθάνθηκα ότι μπήκα σε μια μεγάλη οικογένεια που υπήρχε από την αρχή της ζωής και όπως όλες οι καλές οικογένειες, ευδοκιμούν με συμμετοχή, φροντίδα και φλυαρία για τον άλλον, έτσι κι εγώ, αισθάνθηκα σαν στο σπίτι μου.
Όλα ήταν ευχάριστα. Η θέα της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που προστατεύει το χωριό, καθώς και το φιλικό παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία, που φωλιάζει στην κορυφή του βουνού. Έχω επισκεφθεί πολλές φορές και τις δύο εκκλησίες και βρίσκω μεγάλη ανακούφιση στο άσυλό τους.
Ανηφορικοί, στριφτοί, στενοί, πέτρινοι δρόμοι. Παλαιά σπίτια με ωραίους μικρούς καθαρούς κήπους, στολισμένα από έξω με ελικοειδείς σκάλες και ο κεντρικός δρόμος τόσο στενός σε μέρη που τα λεωφορεία μόλις και περνούσαν.
Ο τόπος ήταν γεμάτος από χαρακτηριστικούς τύπους, όπως ο μπαρμπα-Τζώρτζης, νεανικός στα 82 του χρόνια, με ένα μάτι, που κάθε ημέρα περπατούσε στο τότε Σανατόριο για να προσφέρει λουλούδια στους ασθενείς. Ο «Ζιβούβας» που ζούσε στα βουνά, που στο πρώτο αντίκρισμα η μικρή μας κόρης τον χαιρέτισε σαν να ήταν παλιός της φίλος και αυτός την πήρε στην πλάτη του και την έκανε βόλτες στο Κουρί. Ο κ. Σωτήρης, ο οποίος μας πήρε μια ημέρα με το γάιδαρό του και το μουλάρι του στο καθημερινό του μονοπάτι, σε μια γωνιά του παραδείσου, μια κοιλάδα πίσω από το Κουρί, όπου καλλιεργούσε όλα τα λαχανικά και τα φρούτα του.
Η γοητεία του χωριού έχει πολύ να κάνει με την τοποθεσία του. Σκορπισμένο στις δύο πλευρές της κοιλάδας και 1500 πόδια πάνω από την επιφάνεια θαλάσσης προστατεύεται από τους άγριους καιρούς και τις υψηλές θερμοκρασίες του καύσωνα, που αισθάνονται στις χαμηλότερες πεδιάδες.
Για μενα ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, όταν αφήνοντας τη Θεσσαλονίκη, ώρα μεσημέρι, σε θερμοκρασία 35°C οδηγούσα προς το Ασβεστοχώρι και αισθανόμουν τον καθαρό αέρα να με αναζωογονεί.
Ασφαλώς στα τελευταία 25 χρόνια έχουνε γίνει πολλές αλλαγές. Σπίτια έχουνε φυτρώσει σαν τα μανιτάρια. Μερικά κατά προτίμηση σε στυλ αυστριακό, άλλα άσχημα από τσιμεντόλιθο και πολύ λίγα σε μακεδονικό στυλ. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν τη γνώμη μου, πως η πρόοδος κάνει το χωριό να χάνει την παλαιά του ομορφιά.
Για πάντα έφυγε η πλατεία με το «Γεροπλάτανο», το παλαιό εκκρεμές καφέ – ξενοδοχείο και μικρό καλοκαιρινό σινεμά, που ήταν αδύνατο να παρακολουθήσεις το έργο με τη φλυαρία των νέων και τον ατελείωτο θόρυβο από το «craik craik» του πασατέμπου. Ούτε οι γριούλες κάθονται πια έξω στο κατώφλι των σπιτιών τους. Ο κυριακάτικος βραδινός περίπατος, όπου τα αγόρια ακολουθούσαν τα κορίτσια σε αρκετή απόσταση, ανήκει πια στο παρελθόν. Το αυτοκίνητο και η τηλεόραση τα έχει υποσκελίσει όλα.
Η μικρή διαδρομή με το λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη, προσφέρει πάντα κάτι το απρόοπτο. Ο περίπατος στο Κουρί, και πιο πέρα, όπου αντικρύζεις τη θαυμάσια θέα της λίμνης του Αγίου Βασιλείου και τα γύρω υψηλά βουνά. Την άνοιξη, ο αξέχαστος περίπατος ανάμεσα στο δάσος, όπου σύννεφα από μικρές χρωματιστές πεταλούδες πετούν και άγρια κυκλάμινα και ανεμώνες μοσχοβολούν.
Το βραδινό καλοκαιρινό λυπητερό κελάηδημα του Γκιώνη, του πουλιού που ο μύθος το θέλει να ψάχνει το χαμένο αδελφό του.
Για τους κατοίκους του χωριού ίσως όλα αυτά να είναι συνηθισμένα και να περνούν απαρατήρητα. Για μένα σαν ξένο, όλα αυτά κάνουν το Ασβεστοχώρι αληθινά αξέχαστο».
Freddie Andrews
Φεβρουάριος 1989
Ένα Σχόλιο