Αποκριά στο Ασβεστοχώρι

1

Η Κυριακή της Τυρινής, δηλαδή η τελευταία Κυριακή της αποκριάς, ήταν για τους Ασβεστοχωρίτες μέρα γλεντιού, ξεφαντώματος, αλλά και συγχώρεσης. Ήταν το αποκορύφωμα του κεφιού και της διασκέδασης που διαρκούσε ολόκληρη την περίοδο της αποκριάς κατά την οποία κυρίως οι νέες και οι νέοι, ντύνονταν καρναβάλια και χόρευαν σε καφενεία ή σε σπίτια, ενώ φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές του χωριού χόρευαν στην πλατεία «Μπαχτσέ» (εκεί όπου βρίσκονται από τη δεκαετία του ’70 οι πολυκατοικίες του χωριού). Κατά την τελευταία εβδομάδα της αποκριάς, μόλις σουρούπωνε, ντύνονταν καρναβάλια «κρυφά», όπως τα χαρακτήριζαν, δηλαδή κρύβοντας τα πρόσωπά τους με πανιά ή οτιδήποτε άλλο, αφού οι μάσκες ήταν δυσεύρετες τότε, και πήγαιναν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια. Εκεί έλεγαν αστεία και χωρατά, και οι οικοδεσπότες, τους κερνούσαν χαλβά αποκριάτικο (παστάκι) ή γλυκό του κουταλιού και ποτό και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιοι ήταν. Όταν καταλάβαιναν κάποιον έπρεπε να φανερωθεί και κάνοντας στη συνέχεια διάφορους συνειρμούς, σχετικά με την παρέα του και βλέποντας το σωματότυπο των άλλων, συχνά έβρισκαν και τους υπόλοιπους και έφευγαν για να πάνε σε άλλα σπίτια. Κάθε βράδυ οι δρόμοι γέμιζαν από δεκάδες και τα Σαββατοκύριακα εκατοντάδες μασκαράδες που όταν συναντιόντουσαν με άλλους χαιρετιόντουσαν εγκάρδια και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιοι είναι και συνέχιζαν για τους προορισμούς τους.

Οι περισσότεροι πάντως περνούσαν και από κάποιες ταβέρνες, όπου χόρευαν για λίγο και αφού τους κερνούσαν οι ταβερνιάρηδες ή κάποιοι πελάτες, αποχωρούσαν.Καρναβαλιστές

 

Από το 2007 ορισμένοι Ασβεστοχωρίτες κάνουν μια προσπάθεια αναβίωσης του εθίμου και ντύνονται “κρυφά” καρναβάλια πηγαίνοντας κυρίως σε καφενεία αλλά και σπίτια και όπως υποστηρίζουν χαρακτηριστικά, δύσκολα πλέον οι κάτοικοι ανοίγουν τα σπίτια τους σε… μασκαράδες, εκτός αν καταλάβουν έναν από αυτούς!

Κατά την προτελευταία εβδομάδα της αποκριάς, ντύνονταν «κρυφά» καρναβάλια τα παιδιά τα οποία μπορεί να μην πήγαιναν σε καφενεία αλλά έκαναν περισσότερη «φασαρία» στους δρόμους αλλά και στα σπίτια που επισκέπτονταν.

Όλα αυτά κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία παρότι είναι της Τυρινής, και δεν έπρεπε να τρώνε κρέας, περιέργως οι Ασβεστοχωρίτες το μεσημέρι έτρωγαν κατσικάκι. Οι φούρνοι γέμιζαν από ταψιά με κατσικάκι, γιατί τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες με φούρνους ώστε να ψήνουν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους και το «έργο» αυτό το αναλάμβαναν οι φουρνάρηδες.

Το απόγευμα, οι νεώτεροι/ες πήγαιναν σε μεγαλύτερους, παππούδες, γιαγιάδες, θείους ή θείες τους φιλούσαν το χέρι και ζητούσαν συγχώρεση. Οι γιαγιάδες ή οι θείες ετοίμαζαν από το πρωί και τους πρόσφεραν τυρόπιτα. Το βράδυ γλεντούσαν σε ταβέρνες του χωριού και το γλέντι αυτό διαρκούσε, συνήθως, ως το πρωί. Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα εντυπωσιακότερα γλέντια γίνονταν στο καφενείο – ταβέρνα του Θόδωρου Αδαμάκου, που βρισκόταν κάτω από το κοινοτικό χάνι, στην κεντρική πλατεία του χωριού (απέναντι από το ΚΑΠΗ), επειδή κάθε χρόνο τη μέρα εκείνη ναύλωνε μουσικούς με ζουρνάδες. Ήταν τα όργανα που εξέφραζαν τους Ασβεστοχωρίτες και τα θεωρούσαν και ήταν άλλωστε τα παραδοσιακά τους, με τα οποία χόρευαν σε γλέντια και πανηγύρια τους. Είναι χαρακτηριστικό πως για τη συγκεκριμένη βραδιά πολλοί έκλειναν τραπέζι εβδομάδες ή και μήνες νωρίτερα. Άλλοι γλεντούσαν σε σπίτια με συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι σε όποιο σπίτι κι αν πήγαιναν έπαιρναν και δικά τους εδέσματα, ώστε να μην επιβαρυνθούν ιδιαίτερα οι οικοδεσπότες…Το έθιμο της «χάσκας» τις αποκριές του 1968

 

Όπου και αν διασκέδαζαν πάντως, έκαναν και το έθιμο της «χάσκας». Δηλαδή, έδεναν, αν βρίσκονταν στο σπίτι στην άκρη της βέργας με την οποία άνοιγαν οι νοικοκυρές φύλλα για πίτες, ενώ αν ήταν σε ταβέρνα ένα ξύλο που έφερνε η παρέα για το σκοπό αυτό, ένα σχοινί και στην άκρη του ένα παστάκι αποκριάτικου χαλβά. Ο μεγαλύτερος της παρέας ή της οικογένειας το κουνούσε μπροστά στα στόματα όλων που κάθονταν στο τραπέζι κυκλικά οι οποίοι προσπαθούσαν να το πιάσουν. Δηλαδή έχασκαν και γι αυτό ονομάστηκε «χάσκα». Όποιος το έπιανε αναλάμβανε εκείνος να κουνάει το ξύλο με το κομμάτι του χαλβά. Παλιότερα το έθιμο αυτό γίνονταν με αυγό, που μάλλον συμβόλιζε πως με το αυγό άρχιζε η νηστεία της σαρακοστής και με αυγό, το πασχαλινό, τελείωνε.

Την Καθαρή Δευτέρα οι νοικοκυρές καθάριζαν το σπίτι, έπλεναν τις κατσαρόλες για να μην έχουν λίπη, μαγείρευαν φασολάδα νηστήσιμη (χωρίς λάδι) και οι οικογένειες ξεκινούσαν τη νηστεία.

Νίκος Γιώτης

Αυτή η εγγραφή καταχωρήθηκε στην κατηγορία Έθιμα, Επίκαιρα θέματα. Προσθέστε στα αγαπημένα το μόνιμο σύνδεσμο. Παρακολουθήστε κάθε σχόλιο εδω με το RSS feed της καταχώρησης. Τόσο τα σχόλια όσο και η ιχνηλασία σεν επιτρέπονται



Powered by WordPress.