Τα εορταστικά δρώμενα των Χριστουγέννων στο Ασβεστοχώρι άρχιζαν ουσιαστικά από τις 22 Δεκεμβρίου γιορτή της Αγίας Αναστασίας, οπότε οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια και γι αυτό τη μέρα εκείνη την αποκαλούσαν “ξεσκονίστρα”. Την παραμονή πολλοί Ασβεστοχωρίτες πήγαιναν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας Βασιλικών να προσκυνήσουν τη χάρη της. Μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου πήγαιναν με τα υποζύγιά τους (άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια) ή ακόμη και με τα πόδια. Όπως έλεγαν παλιοί Ασβεστοχωρίτες, ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, ώστε να φτάσουν αργά το μεσημέρι και αφού ξεκουράζονταν παρακολουθούσαν τον εσπερινό και κοιμόντουσαν στη μονή. Ανήμερα της γιορτής αφού παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία, επέστρεφαν στο Ασβεστοχώρι. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνεχίζουν να πηγαίνουν στη μονή αλλά με τουριστικά λεωφορεία ή ΙΧ αυτοκίνητα.
Κατά την ημέρα εκείνη οι άντρες έσφαζαν το γουρούνι που αγόραζαν μικρό (περίπου 15 – 20 κιλά) το καλοκαίρι και το εξέτρεφαν αυτούς τους μήνες με αποφάγια, βελανίδια και πασπάλι, με αποτέλεσμα να φτάνει την περίοδο των Χριστουγέννων περίπου τα 120 – 150 κιλά. Κατά τον τελευταίο μήνα το τάιζαν συνήθως με καλαμποκάλευρο, προκειμένου να κάνει περισσότερο λίπος που το αξιοποιούσαν, μετά το σφάξιμο, δεόντως. Στο σφάξιμο βοηθούσαν συνήθως κι άλλοι άνδρες, συγγενείς, φίλοι ή γείτονες επειδή ήταν δύσκολη… δουλειά και χρειαζόταν δύναμη για την ακινητοποίηση του ζώου αλλά και… χέρια στη συνέχεια για το καθάρισμά του. Παλιότερα κυκλοφορούσε σαν “ανέκδοτο” η περίπτωση ενός γουρουνιού που δεν κατάφερε ο ιδιοκτήτης του να το ακινητοποιήσει πλήρως την ώρα που προσπάθησε να το σφάξει, του ξέφυγε και έτρεχε μουγκρίζοντας να σωθεί στα στενά του χωριού, με το μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό του… Γιαυτό χρειάζονταν κυρίως πολλά χέρια.
Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν σαν μια γιορτή για όσους συμμετείχαν σ” αυτό, αφού πλαισιώνονταν από οινοποσία, ενώ οι νοικοκυρές κερνούσαν ό,τι φαγώσιμο συνοδευτικό μεζέ διέθεταν, όπως τουρσί, ελιές και τυρί αν υπήρχε. Οι πιο καλοί όμως μεζέδες προέρχονταν από το σφαγμένο ζώο, από το οποίο έκαναν τηγανιές. Πιο νόστιμα από οτιδήποτε άλλο όμως, ήταν τα «τσιγαρίδια». Επρόκειτο για κομματάκια ψαχνού κρέατος, που βρίσκονταν μέσα στο λίπος του γουρουνιού, το οποίο αφού έλιωναν ζεσταίνοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, το στράγγιζαν και έμεναν τα «τσιγαρίδια» τα οποία τηγάνιζαν.
Στη συνέχεια το λίπος το άφηναν να ξαναπαγώσει και το διατηρούσν σε τενεκέδες ή κιούπια και το χρησιμοποιούσαν σαν βούτυρο στη μαγειρική, για πίτες ή για την παρασκευή γλυκισμάτων τα οποία μοσχοβολούσαν.
Έθιμα της παραμονής
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, σε όλα τα σπίτια έτρωγαν νηστήσιμα με κυρίως πιάτο τη φασολάδα και ο γηραιότερος άνδρας της οικογένειας πριν από το φαγητό θύμιαζε το τραπέζι και όλο το σπίτι. Το έθιμο αυτό τηρείται ακόμη στο Ασβεστοχώρι.
Αφού έτρωγαν, ένας από τους γονείς ή τις γιαγιάδες ή παππούδες αποσπούσε για λίγο την προσοχή των παιδιών και κάποιος άλλος έριχνε λίγο νερό στο τζάκι και στη συνέχεια έλεγε πως «κατούρησε ο καλλικάντζαρος», εξάπτοντας τη φαντασία των παιδιών και δίνοντας την ευκαιρία στους πιο ηλικιωμένους να πούνε κάποια σχετικά παραμύθια…
Από τη δεκαετία του ’50, στη 1 περίπου τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, άνδρες και γυναίκες της χορωδίας του χωριού συγκεντρώνονται και “περιφέρονται” στους δρόμους του χωριού και ψάλλουν στις γειτονιές το “Χιόνια στο Καμπαναριό”. Η χορωδία αφού γυρίσει όλες τις γειτονιές καταλήγει στις 5 το πρωί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου αφού το ψάλλει για τελευταία φορά τα μέλη της πάνε και προσκυνούν τη “Γέννηση του Χριστού”. Την ώρα εκείνη αρχίζει και η θεία λειτουργία των Χριστουγέννων.
Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί κάτοικοι παρά την προχωρημένη ώρα ξαγρυπνούν και κερνούν στα μέλη της χορωδίας, διάφορα οινοπνευματώδη ή ζεστά ροφήματα για να ζεσταθούν, μιας και η θερμοκρασία συνήθως είναι κοντά ή κάτω από το “μηδέν” και διάφορα εδέσματα.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Το χοιρινό με πρασοσέλινο ήταν το κυρίως φαγητό των Χριστουγέννων στα περισσότερα σπίτια. Σε άλλα, των οποίων οι νοικοκύρηδες εξέτρεφαν κότες και γι αυτούς ίσως το χοιρινό ήταν «πολυτέλεια» έκαναν κοτόσουπα και κοτόπουλο ψητό. Κοτόσουπα μαγείρευαν και έτρωγαν συνήθως μετά τη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων και όσοι νήστευαν, ώστε να μην τους πέσει το κυρίως φαγητό “βαρύ” μετά από τόσες μέρες νηστείας, όπως έλεγαν.
Απαραίτητοι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν και οι λαχανοσαρμάδες που συμβόλιζαν το “σπαργάνωμα” του Χριστού από την Παναγία.
Νίκος Γιώτης