Περιδιαβαίνοντας προ ημερών τα σοκάκια του Ασβεστοχωρίου κι ενώ ο ήλιος έδυε, συνάντησα έξω από το σπίτι της τη γηραιότερη συμπολίτισσά μου, την 99χρονη Σοφία Γκαραγκούνη. Από μακριά, ακόμη, μόλις με είδε με χαιρέτισε και μου έκανε νεύμα να πάω προς το μέρος της όπου καθόταν μόνη. Ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά της και τη ρώτησα για την υγεία της.
«Στην υγεία καλά είμαι», μου απάντησε, «παρέα δεν έχω. Βλέπεις όλες οι φίλες μου έχουν πεθάνει και γι αυτό κάθομαι μόνη. Νάναι καλά η κόρη μου η Αρετή που μένει δίπλα μου και με φροντίζει, δεν έχω παράπονο, αλλά πού είναι εκείνα τα χρόνια που στις γειτονιές μαζευόμασταν οι γυναίκες και λέγαμε ιστορίες, συζητούσαμε για τα γεγονότα της ημέρας και για χίλια δυο πράγματα».
Το βλέμμα της πλέον είχε στραφεί προς τον απέναντι δρόμο, μου μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει με φανερή πλέον μια μελαγχολία και συνάμα μια νοσταλγία σ’ αυτό.
«Κάποιες φορές έρχονταν συγχωριανές και από διπλανές γειτονιές ή πηγαίναμε εμείς, έτσι για να αλλάζουμε κουβέντες».
Από τα λεγόμενα της κυρά Σοφίας, άρχισα να μελαγχολώ κι εγώ, που πρόλαβα αυτές τις βραδινές εικόνες, όταν έπαιζα μικρός με τους φίλους μου, πολλές φορές δίπλα στις γυναικείες, ως επί το πλείστον, παρέες (οι άνδρες συνήθως πήγαιναν στο καφενείο), που κάθονταν συνήθως κυκλικά, σε ψάθινες καρέκλες ή σε τελάρα που τοποθετούσαν ανάποδα και πολλές φορές σε σημεία που εξείχαν από το σπίτι και σχημάτιζαν ένα φυσικό κάθισμα ή στα σκαλοπάτια όπου έβαζαν κάποιο χαλί για να είναι πιο μαλακό.
Στο Ασβεστοχώρι και ασφαλώς και σε αρκετές άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι εικόνες αυτές δεν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Υπάρχουν ακόμα. Ίσως να μην υπάρχουν στη γειτονιά της γηραιάς συμπολίτισσάς μου αλλά σε άλλες μαζεύονται ακόμη μετά το ηλιοβασίλεμα για… μοχαμπέτι, όπως λένε χαρακτηριστικά.
Λέγοντάς της λοιπόν πως σε άλλες γειτονιές συγκεντρώνονται ακόμη γυναίκες αλλά και άνδρες για βραδινή κουβεντούλα, η κυρά Σοφία με άφησε… εμβρόντητο λέγοντας πως το ξέρει και καμιά φορά πηγαίνει για να αλλάξει καμιά κουβέντα, αλλά όπως είπε «αλλιώς ήταν οι συζητήσεις με τις φίλες μου…»
Νίκος Γιώτης
Ένα Σχόλιο